Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μυρσίνη ἀγρία

См. также в других словарях:

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • κεντρομυρσίνη — κεντρομυρσίνη, ἡ (Α) η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη] …   Dictionary of Greek

  • ξυλομυρσίνη — ξυλομυρσίνη, ἡ (Α) το φυτό μυρσίνη η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη] …   Dictionary of Greek

  • ιερόμυρτος — ἱερόμυρτος, ἡ (Α) το φυτό μυρσίνη η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μύρτος] …   Dictionary of Greek

  • κατάγγελος — κατάγγελος, ὁ (Α) 1. ο καταγγελεύς* 2. το φυτό μυρσίνη η αγρία …   Dictionary of Greek

  • μυρρινάκανθος — μυρρινάκανθος, ἡ (Α) ακανθώδης μύρτος, η άγρια μυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρρίνη + ἄκανθος] …   Dictionary of Greek

  • μυρτάκανθος — μυρτάκανθος, ὁ (Α) το φυτό μυρσίνη η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + ἄκανθος] …   Dictionary of Greek

  • σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… …   Dictionary of Greek

  • μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»